- αγριελίτσα
- και αγριλίτσα, ητο αγριελάκι*.[ΕΤΥΜΟΛ. υποκορ. τού αγριελιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριελιά — και αγρελιά, η 1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων 2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο) + ελιά. ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα] … Dictionary of Greek
αγριλίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 56 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμιόνης. * * * η η αγριελίτσα* … Dictionary of Greek
αγριολίτσα — η η αγριελίτσα, δηλ. μικρή αγριελιά και ο καρπός της … Dictionary of Greek